στρεπτοκοκκίαση

στρεπτοκοκκίαση
η
λοίμωξη που οφείλεται σε στρεπτόκοκκο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στρεπτοκοκκίαση — η, Ν ιατρ. νόσος οφειλόμενη σε λοίμωξη από στρεπτόκοκκο, είτε τοπική, όπως στις περιπτώσεις πυοδερμίας, εντερίτιδας, χολοκυστίτιδας, φαρυγγίτιδας και μέσης ωτίτιδας, είτε γενική, όπως στις περιπτώσεις οστρακιάς, επιλόχειου πυρετού κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”